- παράδοσιν
- παράδοσιςhanding downfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
Борилианский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 09 … Википедия
Evmolpvs — EVMOLPVS, i, Gr. Ἔυμολπος, ου, (⇒ Tab. XI.) Neptuns und der Chione, einer Tochter des Boreas, Sohn, wurde von seiner Mutter gleich nach seiner Geburt in das Meer geworfen, damit ihr Vater nichts von ihren Händeln mit dem Neptun merken sollte.… … Gründliches mythologisches Lexikon
давьныи — (32) пр. 1. Древний: къ грѣхѹ влѣкомъ ѥсть. отъ давънаго наѹка привлачимъ. Изб 1076, 221 об.; доже и донынѣ давныи ѡнъ ѡбычаи творѩть. (τὴν παράδοσιν) ГА XIII–XIV, 157б; комкань˫а же не лишить(с). поне же давныи ѥсть канонъ. (ἀρχαῖος) ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… … Hofmann J. Lexicon universale
MILICHIUS Jupiter — apud Athenienses, extra urbem, victimis non veris cultus: statua pyramis erat. Item Bacchus sic dictus, quod non solum vini, sed ficuum et fructuum prope omnium inventor fuerat. Nam Milicha, ficus olim significabant. Illud nos docuit Andriscus… … Hofmann J. Lexicon universale
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek
συμβολικός — ή, ό / συμβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ. γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας»,… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… … Dictionary of Greek